αλωνιστικά

αλωνιστικά
τα плата за обмолот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλωνιστικά" в других словарях:

  • αλωνιστικός — ή, ό [αλωνιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα 2. ο κατάλληλος για αλώνισμα 3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά το αλωνιάτικο* …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος, ο ικανός για το αλώνισμα: Το αλώνισμα σήμερα γίνεται με αλωνιστικές μηχανές. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλωνιστικά η αμοιβή για το αλώνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»